lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποταμιεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
αποταμιεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
економити, заощаджувати, скупіться
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποταμιεύω, λογαριασμός αποταμιεύω, αποταμιεύω ττ, αποταμιεύω ταχυδρομικο ταμιευτηριο, αποταμιεύω στα αγγλικα, αποταμιεύω αγγλικά, αποταμιεύω στα ουκρανικά, економити στα ελληνικά
αποταμιεύω στα ουκρανικά