lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ατομικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atomic, atomics, nuclear
ατομικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atomický, atomový
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atomar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atómico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antiatomique, atomique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atomico
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
атомарный, атомный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
атамны
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
atomski
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
atom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atómico, peso
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
atomic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атомна, атомне, атомний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
atomowy

Σχετικές λέξεις

ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομικός αριθμός, ατομικός αριθμός οξυγόνου, ατομικός λέβητας φυσικού αερίου, ατομικός αριθμός στοιχειων, ατομικός ηλεκτρονικός φάκελος υγείας, ατομικός φάκελος υπαλλήλου, ατομικός φάκελος δεξιοτήτων, ατομικός φάκελος οπλίτη, ατομικός λέβητας αερίου