lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυγό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
egg, ovum
αυγό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vajíčko, vejce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ei, ovum
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erg, æg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huevo, óvulo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coco, oeuf, ovule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uovo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
egg, speilegg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
яйцо
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egg, ägg
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vezë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яйце
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
muna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jaje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kézigránát, madártojás, tojás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kiaušinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ovo, suevo, óvulo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
jajce
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яйце
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jajko, jajo

Σχετικές λέξεις

αυγό θερμίδες, αυγό μελάτο, αυγό ποσέ, αυγό του κόκορα, αυγό του κολόμβου, αυγό θρεπτική αξία, αυγό ονειροκρίτης, αυγό διατροφική αξία, αυγό βραστό, αυγό ή αβγό