lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αφεντικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boss, chef, chief, colour-sergeant, head, leader, master, principal
αφεντικό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlava, náčelník, přednosta, představený, vedoucí, zaměstnavatel, šéf
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anführer, boss, chef, leiter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
boss, chef, formand
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amo, cabeza, caporal, caudillo, jefe, mandatario, patrón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chef, patron
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capo, capoccia, capoufficio, padrone, principale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjef
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глава, голова, начальник, руководитель, шеф
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chef
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шеф
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
начальнік, шэф
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
boss
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esimies, isäntä, päällikkö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vođa, šef
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
főnök, séf, vezér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
meistras, viršininkas, šeimininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amo, chefe, comandante, dono, patroa, patrão, principal, senhor
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şef
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poglavar, šef
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
великий, вождь, губернатор, командир, комендант, наглядач, начальник, патрон, правитель, шеф, шефе
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szef

Σχετικές λέξεις

αφεντικό ετυμολογία, αφεντικό ονειροκρίτης, αφεντικό για σκότωμα, αφεντικό στα αγγλικά, αυθεντικό συνώνυμα, αφεντικό meaning, κακό αφεντικό