lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαθουλωμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concave, sunken
βαθουλωμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dutina, dutý, konkávní, vydutý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hohl, konkav
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hul, konkav
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cóncavo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cave, concave, creux, rentré
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concavo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hul, konkav
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вогнутый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konkav
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaareva, kovera, ontto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šupalj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
konkáv
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
côncavo
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wklęsły