lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επινοητικότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adroitness, artfulness, ingeniousness, ingenuity, inventiveness, resourcefulness
επινοητικότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důmysl, důmyslnost, důvtip, invence, vynalézavost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfindungsgabe, findigkeit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
industria, ingeniosidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ingéniosité
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобретательность, мудреность, находчивость
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kekseliäisyys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
találékonyság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
industria, inferioridade
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pomysłowość