lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα γαλλικά

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (33):
accusé, acre, acrimonieux, acéré, affilé, aigre, aigu, austère, brûlant, cinglant, clairvoyant, cuisant, dent, délié, inclément, intense, lancinant, mordant, perspicace, perçant, piquant, pointu, pénétrable, pénétrant, rigoureux, rude, sagace, strident, subtil, sévère, tranchant, âpre, épicé
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διαπεραστικός, διαπεραστικός στα γαλλικά, accusé στα ελληνικά
διαπεραστικός στα γαλλικά