lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλιβερός στα γαλλικά

Λέξη:
θλιβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (34):
acre, acrimonieux, aigre, amer, contrariant, coquillier, difficultueux, dolent, douloureux, déplorable, désagréable, désobligeant, désolant, ennuyant, fagot, fâcheux, gênant, incommode, lamentable, lugubre, malplaisant, misérable, onéreux, pauvre, piteux, pitoyable, plaintif, pénible, regrettable, revêche, rébarbatif, triste, vexant, élégiaque
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά θλιβερός, μανώλης θλιβερός, θλιβερόσ χειμώνασ, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός στα γαλλικά, acre στα ελληνικά
θλιβερός στα γαλλικά