lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανήκω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adhere, appertain, belong, pertain
ανήκω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
náležet, patřit, přináležet, příslušet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angehören, gebühren, gehören, obliegen, zukommen, zustehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tilhøre, tilkomme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corresponder, pertenecer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appartenir, ressortir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appartenere, parte, spettare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilhøre, tilkomme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принадлежать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillhöra
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripadati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tartozni
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
належати, належте, проживати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
należeć

Σχετικές λέξεις

ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα lyrics, ανήκω σε μένα - γιώργος μαζωνάκης, ανήκω κλίση, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα - γιώργος μαζωνάκης lyrics