lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοπάζω στα γαλλικά

Λέξη:
κοπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
amenuiser, amoindrir, attiédir, atténuer, comprimer, diminuer, infirmer, rabaisse, rapetisser, restreindre, retrancher, réduire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά κοπάζω, κοπάζω στα γαλλικά, amenuiser στα ελληνικά
κοπάζω στα γαλλικά