lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα γερμανικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
augenblicklich, direkt, gerade, geradewegs, gleich, schnurstracks, sofort, sogleich, unmittelbar, unverzüglich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα γερμανικά, augenblicklich στα ελληνικά
αμέσως στα γερμανικά