lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα αγγλικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
direct, directly, forthwith, immediately, imminent, impend, incontinently, instantaneously, instantly, off-hand, offhand, point-blank, squarely, straight, straightaway, straightforward, straightway
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα αγγλικά, direct στα ελληνικά
αμέσως στα αγγλικά