lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα γερμανικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
behändem, behindern, belästigen, dazwischenkommen, hindern, stören, verhindern, verhüten, vorbeugen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα γερμανικά, behändem στα ελληνικά
αποτρέπω στα γερμανικά