lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα γαλλικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (15):
contrarier, déranger, embarrasser, empêcher, entraver, gêner, handicaper, importuner, incommoder, inquiéter, interrompre, obvier, prévenir, remédier, tarabuster
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα γαλλικά, contrarier στα ελληνικά
αποτρέπω στα γαλλικά