lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα γερμανικά

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
anhäufen, anlaufen, anregen, ansteigen, antreiben, anwachsen, aufwachsen, erhöhen, erregen, heben, hervorrufen, reizen, stacheln, steigen, steigern, stimulieren, vergrößern, verstärken, wachsen, zunehmen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα γερμανικά, anhäufen στα ελληνικά
αυξάνω στα γερμανικά