lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανείζω στα γερμανικά

Λέξη:
δανείζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
aufnehmen, ausleihen, borgen, leihen, pumpen, verleihen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δανείζω, ονειροκρίτης δανείζω, εγώ δανείζω, δανείζω χρήματα, δανείζω συνώνυμο, δανείζω ρήμα, δανείζω στα γερμανικά, aufnehmen στα ελληνικά
δανείζω στα γερμανικά