lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκμεταλλεύομαι στα γερμανικά

Λέξη:
εκμεταλλεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
abbauen, ausbeuten, auswerten, auszubeuten, ausgenutzt, ausgewertet, ausnutzen, gebrauchen, genutzt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι συνωνυμο, εκμεταλλεύομαι συνωνυμα, εκμεταλλεύομαι στα αγγλικα, εκμεταλλεύομαι παθητικη, εκμεταλλεύομαι μεταφραση, εκμεταλλεύομαι στα γερμανικά, abbauen στα ελληνικά
εκμεταλλεύομαι στα γερμανικά