lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα σλοβενική

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σλοβενική
Μεταφράσεις (2):
dovoliti, priznati
Σχετικές λέξεις:
σλοβενική επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα σλοβενική, dovoliti στα ελληνικά
επιτρέπω στα σλοβενική