lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπαίνω στα γερμανικά

Λέξη:
μπαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
angehen, aufsteigen, aufzusteigen, beitreten, beschreiten, besteigen, betreten, eingehen, eintreten, einziehen, heraufkommen, hereinkommen, hineingehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μπαίνω, παίρνω κλίση, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω στον μήνα μου, μπαίνω προστακτική ενεστώτα, μπαίνω προστακτική, μπαίνω στα γερμανικά, angehen στα ελληνικά
μπαίνω στα γερμανικά