παραίσθηση στα αγγλικά παραίσθηση στα τσεχική παραίσθηση στα ισπανικά παραίσθηση στα γαλλικά παραίσθηση στα ιταλικά παραίσθηση στα νορβηγικά παραίσθηση στα ρωσικά παραίσθηση στα κροατικά παραίσθηση στα λιθουανική παραίσθηση στα πολωνική παραίσθηση στα ουγγρική
εγκαθιστώ στα πορτογαλικά άντρας στα ουκρανικά επιβλέπω στα νορβηγικά άκαρπος στα αγγλικά εφευρίσκω στα τσεχική
εγκαθιστώ κλίση εφευρίσκω συνώνυμα επιβάλλω στα αγγλικά άκαρπος πλειστηριασμός άντρας τοξότης