lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα γερμανικά

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
allgemein, erstens, generell, grundlegend, hauptsächlich, kapital, primär, vordere, vorzüglich, wesentlich, zentral, zuerst
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα γερμανικά, allgemein στα ελληνικά
πρωταρχικός στα γερμανικά