λέμβος 14, λέσβος ετυμολογία, σωστική λέμβος, σωσίβια λέμβος, ναυτοπροσκοπική λέμβος, ηλιακή λέμβος, ναυαγοσωστική λέμβος
παράγραφος επίτηδες κουτσαίνω μερίδιο μεγάλος ευλυγισία μονάδα κουρτίνα κατάρτι τρίβω διάλειμμα αστυνομία εμφάνιση εμπειρία αποδίδω επαναστατικός ισοζύγιο μπήγω ομοφωνία ζητιανεύω