lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα γερμανικά

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
alltäglich, augenscheinlich, banal, einfach, einleuchtend, fade, gemein, gemeinsam, gemeinschaftlich, gewöhnlich, klar, offenbar, ordinär, platt, schlicht, tagsüber, tagtäglich, trivial, täglich, üblich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνηθισμένος, συνηθισμένος στα γερμανικά, alltäglich στα ελληνικά
συνηθισμένος στα γερμανικά