lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνηθισμένος στα ιταλικά

Λέξη:
συνηθισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
banale, collettivo, comune, giornaliero, insignificante, liscio, mero, ordinario, piano, plebeo, quotidiano, semplice, usuale, volgare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συνηθισμένος, συνηθισμένος στα ιταλικά, banale στα ελληνικά
συνηθισμένος στα ιταλικά