lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχεδιάζω στα γερμανικά

Λέξη:
σχεδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
ausholen, beabsichtigen, beantragen, denken, entwerfen, gedenken, gleiten, planen, vorhaben, vorschlagen, vorsehen, wollen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σχεδιάζω, σχεδιάζω το σπίτι μου, σχεδιάζω την κουζίνα μου, σχεδιάζω σύνταξη ευέλικτα, σχεδιάζω συνώνυμα, σχεδιάζω ρούχα, σχεδιάζω στα γερμανικά, ausholen στα ελληνικά
σχεδιάζω στα γερμανικά