lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόκος στα γερμανικά

Λέξη:
τόκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
affäre, anteilnahme, arbeit, aufgabe, belang, beruf, beschäftigung, geschäft, handel, interesse, job, laden, sache, schnäppchen, verzinsung, zins
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τόκος, τόκος υπερημερίας τι είναι, τόκος υπερημερίας σήμερα, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας 2014, τόκος υπερημερίας, τόκος στα γερμανικά, affäre στα ελληνικά
τόκος στα γερμανικά