lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα ιταλικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
bastonare, battere, bussare, colpire, cozzare, debellare, investire, passare, percuotere, pestare, picchiare, sconfiggere, sormontare, superare, urtare, vincere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα ιταλικά, bastonare στα ελληνικά
δέρνω στα ιταλικά