φυλετικός στα αγγλικά φυλετικός στα τσεχική φυλετικός στα ισπανικά φυλετικός στα γαλλικά φυλετικός στα ιταλικά φυλετικός στα ρωσικά φυλετικός στα λευκορωσίας φυλετικός στα φινλανδικά φυλετικός στα ουγγρική φυλετικός στα πορτογαλικά φυλετικός στα ουκρανικά φυλετικός στα πολωνική
ανθρώπινος στα γαλλικά σχάρα στα ιταλικά μείωση στα ρωσικά άβολα στα γερμανικά εραστής στα λιθουανική
μείωση εισφορών οαεε άβολα συνώνυμα ανθρώπινος σκελετός σχάρα ποδηλάτου εραστής δυτικών προαστίων