lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όπλο στα γερμανικά

Λέξη:
όπλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
waffe, büchse, geschütz, gewehr
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά όπλο, όπλο στα γερμανικά, waffe στα ελληνικά
όπλο στα γερμανικά