lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έμπορος στα δανική

Λέξη:
έμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
grosserer, købmand, kolonialhandler
Σχετικές λέξεις:
δανική έμπορος, έμποροσ ετυμολογία, έμποροσ ανθρωπίνων οργάνων, έμπορος της βενετίας υπόθεση, έμπορος της βενετίας κριτική, έμπορος της βενετίας, έμπορος στα δανική, grosserer στα ελληνικά
έμπορος στα δανική