lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έμπορος στα ουκρανικά

Λέξη:
έμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
бізнесмен, дилер, дилерський, замовник, комерсант, крамар, купець, маклер, муніципальний, місто, місцевий, міський, одержувач, покупець, посередник, продавець, підприємець, торговець, торгівець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έμπορος, έμποροσ ετυμολογία, έμποροσ ανθρωπίνων οργάνων, έμπορος της βενετίας υπόθεση, έμπορος της βενετίας κριτική, έμπορος της βενετίας, έμπορος στα ουκρανικά, бізнесмен στα ελληνικά
έμπορος στα ουκρανικά