lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα δανική

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
anholde, fange, grape, kapre, erobre, få, skaffe, erhvervelse
Σχετικές λέξεις:
δανική αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα δανική, anholde στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα δανική