lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα ισπανικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
adquisición, captura, capturar, cautivar, cazar, conquista, conquistar, lograr, obtener, sacar, toma
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα ισπανικά, adquisición στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα ισπανικά