lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστείος στα δανική

Λέξη:
αστείος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (31):
absurd, aparte, artig, besynderlig, egen, ental, festlig, forunderlig, fremmed, glad, humoristisk, komiker, komisk, kul, kunstig, kuriøs, latterlig, luftig, lystig, meningsløs, morsom, mærkelig, rar, rolig, sjov, snedig, sær, særegen, udenlandsk, underlig, urimelig
Σχετικές λέξεις:
δανική αστείος, είσαι αστείοσ, αστείοσ ετυμολογία, αστείος συνώνυμα, αστείος μονόλογος, αστείος διάλογος, αστείος στα δανική, absurd στα ελληνικά
αστείος στα δανική