lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστείος στα σουηδικά

Λέξη:
αστείος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (30):
aparte, befängd, besynnerlig, dråplig, egen, egendomlig, fånig, humoristisk, komisk, konstig, kul, kuriös, lustig, löjlig, märklig, märkvärdig, narraktig, orimlig, pussig, rar, rolig, skojig, skrattretande, skämtsam, snål, sär, säregen, tokig, underhållande, underlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αστείος, είσαι αστείοσ, αστείοσ ετυμολογία, αστείος συνώνυμα, αστείος μονόλογος, αστείος διάλογος, αστείος στα σουηδικά, aparte στα ελληνικά
αστείος στα σουηδικά