lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εντατικός στα δανική

Λέξη:
εντατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
bastant, fast, handlekraftig, høj, intens, intensiv, kraftig, massiv, robust, stork, stærk, tyk, voldsom
Σχετικές λέξεις:
δανική εντατικός, εντατικός συνώνυμα, εντατικός συνωνυμο, εντατικός ορισμός, εντατικός αγγλικά, εντατικός στα δανική, bastant στα ελληνικά
εντατικός στα δανική