εντατικός στα αγγλικά εντατικός στα τσεχική εντατικός στα γερμανικά εντατικός στα δανική εντατικός στα ισπανικά εντατικός στα γαλλικά εντατικός στα ιταλικά εντατικός στα νορβηγικά εντατικός στα ρωσικά εντατικός στα σουηδικά εντατικός στα λευκορωσίας εντατικός στα φινλανδικά εντατικός στα ουγγρική εντατικός στα ουκρανικά εντατικός στα πολωνική εντατικός στα αλβανικά εντατικός στα εσθονική εντατικός στα κροατικά εντατικός στα λιθουανική εντατικός στα σλοβενική
στρατιωτικός νόμος βεράντα πάτρα ελικόπτερο μοντελισμός υιοθετω συνώνυμο ώμος πόνος