lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξετάζω στα δανική

Λέξη:
εξετάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
drøfte, eksaminere, forhøre, forske, forskning, granske, kontrollere, overhale, studere, udforske, undersøge, undersøgelse
Σχετικές λέξεις:
δανική εξετάζω, εξετάζω συνώνυμο, εξετάζω στα αγγλικα, εξετάζω μετάφραση, εξετάζω in english, εξετάζω στα δανική, drøfte στα ελληνικά
εξετάζω στα δανική