lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλαμάκι στα δανική

Λέξη:
καλαμάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
rør, halm, sugerør
Σχετικές λέξεις:
δανική καλαμάκι, καλαμάκι χοιρινό θερμίδες, καλαμάκι του χωριού, καλαμάκι στα όρθια, καλαμάκι μπαρ, καλαμάκι λαμπρινάκι, καλαμάκι στα δανική, rør στα ελληνικά
καλαμάκι στα δανική