lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληρονόμος στα δανική

Λέξη:
κληρονόμος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
arving, patron, hovedarving
Σχετικές λέξεις:
δανική κληρονόμος, κληρονόμος ταινία, κληρονόμος οδοντίατρος, κληρονόμος νικόλας, κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής, κληρονόμος με απογραφή, κληρονόμος στα δανική, arving στα ελληνικά
κληρονόμος στα δανική