lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τοποθέτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrangement, disposal, layout, placement
τοποθέτηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
umístění, zařízení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlage, anordnung, unterbringung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colocación, distribución
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dissémination, espacement, implantation, installation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disposizione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beliggenhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размещение, расположение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
размяшчэнне
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquartelamento, colocaria
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асигнування, викласти, вкладення, влаштування, відрахування, дислокація, диспозиція, доброзичливість, домовленість, застелити, класти, місцезнаходження, місцеперебування, накривати, накрити, натура, план, покладати, покласти, положення, положити, постелити, розміщення, розподіл, розпорядження, розташування, симпатія, стелити, схема, схильність, угода, улаштування, уподобання, устрій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozmieszczenie

Σχετικές λέξεις

τοποθέτηση γυψοσανίδας, τοποθέτηση ταπετσαρίας, τοποθέτηση πλακιδίων, τοποθέτηση προφυλακτικού, τοποθέτηση προϊόντος, τοποθέτηση αγγελίας, τοποθέτηση βηματοδότη, τοποθέτηση ηλιακού θερμοσίφωνα, τοποθέτηση σπιράλ, τοποθέτηση φωνής