lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νικώ στα δανική

Λέξη:
νικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
banke, besejre, dunke, erobre, fortjene, få, mishandle, nedslå, opnå, overvinde, overvælde, rundjule, slå, tjene, vinde
Σχετικές λέξεις:
δανική νικώ, νικώ κλιση, νικώ κατά κράτος, νικώ αρχικοί χρόνοι, νικώ αρχαία, νικώ στα δανική, banke στα ελληνικά
νικώ στα δανική