lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καθίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
implant, mount, perch, place, plant, seat, whiteout
καθίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
posadit, postavit, stavět, upevnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinsetzen, setzen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sjette
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asentar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asseoir
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sette
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
садить, сажать
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vendos
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posaditi
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sadzać

Σχετικές λέξεις

καθίζω κλίση