lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηδάλιο στα δανική

Λέξη:
πηδάλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
rat, roder, ror, styre
Σχετικές λέξεις:
δανική πηδάλιο, πρυμναίο πηδάλιο, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο πλοίου, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο στα δανική, rat στα ελληνικά
πηδάλιο στα δανική