lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πινέλο στα δανική

Λέξη:
πινέλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
børste, kost, pensel
Σχετικές λέξεις:
δανική πινέλο, πινέλο σιλικόνης, πινέλο ρουζ, πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο ξυρίσματος, πινέλο στα δανική, børste στα ελληνικά
πινέλο στα δανική