lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποινή στα δανική

Λέξη:
ποινή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
blot, bøde, mulkt, revselse, straf, ansvar, landeplage, pine, smerte, straffe
Σχετικές λέξεις:
δανική ποινή, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή φυλάκισης, ποινή του εντοιχισμού, ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή στα δανική, blot στα ελληνικά
ποινή στα δανική