lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολυθρόνα στα δανική

Λέξη:
πολυθρόνα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
lænestol, stol
Σχετικές λέξεις:
δανική πολυθρόνα, πολυθρόνα μπερζέρα, πολυθρόνα μασάζ, πολυθρόνα κρεβάτι, πολυθρόνα ικεα, πολυθρόνα θηλασμού, πολυθρόνα στα δανική, lænestol στα ελληνικά
πολυθρόνα στα δανική