lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόδι στα δανική

Λέξη:
πόδι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
ben, bien, fod, lår, pote, procent
Σχετικές λέξεις:
δανική πόδι, πόδι χήνας, πόδι του μόρτον, πόδι του αθλητή, πόδι της χήνας, πόδι της καμήλας, πόδι στα δανική, ben στα ελληνικά
πόδι στα δανική