lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γεωργία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
agriculture, farming
γεωργία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
rolnictví, zemědělství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ackerbau, agrarwissenschaft, landwirtschaft
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
landbrug
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agricultura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agriculture
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agricoltura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jordbruk, landbruk, landsbruk, odling, åkerbruk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
земледелие, землепашество
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jordbruk, landbruk, lantbruk, odling, åkerbruk
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujqësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
земеделие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
земляробства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põllumajandus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maanviljelys, maatalous
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
mezőgazdaság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žemdirbystė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agricultura
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
agricultură
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агрономія, землеробство
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rolnictwo

Σχετικές λέξεις

γεωργία κρητικού, γεωργία σάλπα, γεωργία βασιλειάδου, γεωργία νταγάκη, γεωργία μαρτίνου, γεωργία αποστόλου, γεωργία σαμαρά, γεωργία ευσταθίου, γεωργία ακριβείας, γεωργία ζεμπιλιάδου