lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύψος στα δανική

Λέξη:
ύψος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
højde, højdepunkt, øverst, størrelse, toppunkt
Σχετικές λέξεις:
δανική ύψος, ύψος χιονιού στα χιονοδρομικά, ύψος τριγώνου, ύψος παιδιών, ύψος μπασκέτας, ύψος μενεγάκη, ύψος στα δανική, højde στα ελληνικά
ύψος στα δανική